- ἀεξίτοκος
- ἀεξί-τοκος, ον,A nourishing the fruit of the womb, ib.5.614, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αεξίτοκος — ἀεξίτοκος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που τρέφει το έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
ἀεξιτόκοιο — ἀεξίτοκος nourishing the fruit of the womb masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιτόκου — ἀεξίτοκος nourishing the fruit of the womb masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιτόκῳ — ἀεξίτοκος nourishing the fruit of the womb masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek